- μεγαθήριο(ν)
- τό1) палеонт, мегатерий; 2) перен. громадина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαθήριο — (Megatherium). Γένος θηλαστικών της τάξης των νωδών, το οποίο έχει εκλείψει. Το μ. ήταν ευρέως διαδεδομένο στη Νότια Αμερική κατά την πλειστόκαινο εποχή, ενώ τα απολιθώματά του που έχουν βρεθεί υποδεικνύουν ότι εξαφανίστηκε κατά την περίοδο της… … Dictionary of Greek
μεγαθήριο — το 1. μεγάλο θηλαστικό που έζησε στην πλειστόκαινη εποχή. 2. μτφ., οικοδόμημα με υπερβολικές διαστάσεις: Έχτισε ένα μεγαθήριο στο κέντρο της πόλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek
βακτηριοσίνες — Ομάδα ενώσεων που προέρχονται από βακτηριακά κύτταρα και έχουν ισχυρή βακτηριοκτόνο δραστηριότητα. Εντοπίστηκαν και μελετήθηκαν για πρώτη φορά σε μικροοργανισμούς του εντέρου, αλλά πολλά βακτήρια, είτε θετικά είτε αρνητικά, μπορούν να τις… … Dictionary of Greek